νήφει

νήφει
νήφω
to be sober
pres ind mp 2nd sg
νήφω
to be sober
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”